top of page

ΦΛΟΓΑ ΝΕΑΝΙΚΗ ΚΑΙ ΩΡΙΜΗ


Λαμπερή, παθιασμένη με χαμόγελο διακριτικά

απόμακρο. Όσοι έχουν γνωρίσει από κοντά τη μοναδική

Ελίζαμπετ Λεόνσκαγια, υμνούν το μοναδικό πιανιστικό

ταπεραμέντο αλλά και τη γλυκύτητα που αποπνέει. Την 1 η Απριλίου, πέντε χρόνια μετά την

εξαιρετική ερμηνεία του Κοντσέρτου για πιάνο και ορχήστρα αρ.4 του Μπετόβεν,

συμπράττει ξανά με την Κρατική Ορχήστρα Αθηνών στη συναυλία Φλόγα νεανική και

ώριμη. Τί περιμένουμε; Τίποτε λιγότερο από μια ακόμα συγκλονιστική εκτέλεση, όπως αυτές

που της έχουν χαρίσει το προσωνύμιο «Λιονταρίνα των πλήκτρων». Θα αποδώσει, το

Κοντσέρτο για πιάνο και ορχήστρα αρ. 2 σε σι ύφεση μείζονα του Γιοχάνες Μπραμς.

Έργο-σταθμό για το πιανιστικό ρεπερτόριο, με υψηλές δεξιοτεχνικές απαιτήσεις και

διευρυμένο ορχηστρικό ρόλο. Το πρόγραμμα ξεκινά με μια από τις ωριμότερες πρώτες

συμφωνίες στην ιστορία της μουσικής, τη Συμφωνία αρ.1 σε φα ελάσσονα του Ντμίτρι

Σοστακόβιτς. Δημιουργία λαμπρή, ενδεικτική της μετέπειτα πορείας και του προσωπικού του

ιδιώματος. Στο πόντιουμ, ο Καλλιτεχνικός Διευθυντής της Ορχήστρας, Λουκάς

Καρυτινός.

Με τη συναυλία Φλόγα νεανική και ώριμη, η ΚΟΑ συμμετέχει στο Φεστιβάλ της Άνοιξης που

διοργανώνει το Μέγαρο Μουσικής Αθηνών.


ΔΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥ

ΑΘΗΝΑ, 21.03.2022


Το πρόγραμμα με μια ματιά


ΝΤΜΙΤΡΙ ΣΟΣΤΑΚΟΒΙΤΣ (1906-1975)

Συμφωνία αρ.1 σε φα ελάσσονα, έργο 10


ΓΙΟΧΑΝΕΣ ΜΠΡΑΜΣ (1833–1897)

Κοντσέρτο για πιάνο και ορχήστρα αρ. 2 σε σι ύφεση μείζονα, έργο 83


ΣΟΛΙΣΤ

Ελίζαμπετ Λεόνσκαγια, πιάνο


ΜΟΥΣΙΚΗ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ

Λουκάς Καρυτινός


ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ ΕΙΣΙΤΗΡΙΩΝ

Τιμές εισιτηρίων: 45€, 35€, 25€, 20€ και 15€ (εκπτωτικό)


Online αγορά εδώ


Το σχόλιο της Ελίζαμπετ Λεόνσκαγια


Το Δεύτερο Κοντσέρτο του Μπραμς είναι ένας υπέροχος πίνακας ζωγραφισμένος από έναν

έμπειρο και ώριμο δεξιοτέχνη. Πρόκειται για ένα τεράστιο τοπίο που μπορεί να είναι σημείο

προορισμού ή θαυμασμού. Και είμαι ιδιαίτερα χαρούμενη που θα μπορέσω να παίξω αυτό το

σπουδαίο κομμάτι της πιανιστικής βιβλιογραφίας με τους μουσικούς της Κρατικής Ορχήστρας

Αθηνών.


Το σχόλιο του Λουκά Καρυτινού

Υπάρχουν κάποιοι συνθέτες που ήδη από τα πρώτα τους έργα παρουσιάζουν την μεγαλοφυΐα

τους. Συστήνονται στο κοινό τους με ένα έργο που αντί να είναι πρωτόλειο, είναι άρτιο τεχνικά,

ελκυστικό μουσικά και παρουσιάζει ολοκληρωμένη την προσωπικότητα του συνθέτη του. ΄Ένα

τέτοιο έργο είναι και η 1 η Συμφωνία του Σοστακόβιτς, που υπήρξε η εργασία που παρέδωσε

για την αποφοίτησή του. Η επιτυχία της σύνθεσης ήταν τόσο μεγάλη, που αντίκτυπός της τον

έκανε αμέσως γνωστό σ’ όλο τον κόσμο.

Είμαι ευτυχής που θα συνεργαστώ με μια από τις μεγαλύτερες πιανίστες της εποχής μας, την

Ελίζαμπετ Λεόνσκαγια, σε ένα από τα πιο συναρπαστικά κοντσέρτα για πιάνο. Στην ωριμότητά

του ο Μπραμς, συνέθεσε ένα έργο που είναι ουσιαστικά μια συμφωνία με piano obbligato. Ο

ρόλος της ορχήστρας είναι τόσο αναβαθμισμένος, ώστε το πιάνο να συνομιλεί με την

ορχήστρα με ίσους όρους. Είναι μια ιδιαιτερότητα που δεν την συναντάμε στα κοντσέρτα.

Συνήθως το σολιστικό όργανο προβάλλεται και η ορχήστρα το συνοδεύει κρατώντας έναν

δευτερεύοντα ρόλο. Στο συγκεκριμένο κοντσέρτο όμως, καθώς μαζί με το πιάνο

πρωταγωνιστεί και η ορχήστρα, η μουσική μορφή αλλάζει και το αποτέλεσμα είναι μοναδικό.


Για την ιστορία…


ΝΤΜΙΤΡΙ ΣΟΣΤΑΚΟΒΙΤΣ (1906 – 1975)

Συμφωνία αρ.1 σε φα ελάσσονα, έργο 10

Allegretto – Allegro non troppo

Allegro

Lento – Largo

Allegro molto – Lento – Allegro molto – Adagio – Presto

Εν όψει της αποφοίτησής του από το Ωδείο της Αγ. Πετρούπολης (τότε Λένινγκραντ) και συγκεκριμένα

από την τάξη σύνθεσης του Μαξιμίλιαν Στάινμπεργκ, ο δεκαοκτάχρονος Σοστακόβιτς ξεκίνησε

(περιέργως κάπως απρόθυμα!) να συνθέτει την Πρώτη του Συμφωνία το φθινόπωρο του 1924, για να

την ολοκληρώσει τον Ιούλιο της επόμενης χρονιάς. Η πρεμιέρα της Συμφωνίας δόθηκε με μεγάλη

επιτυχία στις 12 Μαΐου 1926 στο Λένινγκραντ υπό τη διεύθυνση του αρχιμουσικού Νικολάι Μάλκο,

ενώ το 1927 εκτελέστηκε στο Βερολίνο από τον Μπρούνο Βάλτερ και την επομένη χρονιά στις ΗΠΑ

από τον Λέοπολντ Στοκόφσκι, κάνοντας το όνομα του νεαρού σοβιετικού συνθέτη γνωστό διεθνώς.

Όπως είναι λογικό, κανείς μπορεί εύκολα να αφουγκραστεί στη Συμφωνία τις επιρροές του νεαρού

συνθέτη της: κάποια χιουμοριστικά της σημεία θυμίζουν Χίντεμιτ, οι (πολλές) αιχμηρές μοντερνιστικές

της πινελιές Προκόφιεφ, μερικές λυρικές της στιγμές Τσαϊκόφκσυ, ενότητες αισθαντικής εσωστρεφούς

ρητορικής Μάλερ, τα «μηχανιστικά» της περάσματα Στραβίνσκυ… Πέραν όλων αυτών όμως, η

Συμφωνία φέρει την αδιαμφισβήτητη σφραγίδα του δημιουργού της, που παρά το νεαρό της ηλικίας του

είχε ήδη αρχίσει να διαμορφώνει ξεκάθαρα την προσωπική μουσική του γλώσσα, ασφαλώς

αφομοιώνοντας επιδράσεις, αλλά φιλτράροντάς τις μέσα από το δικό του εκλεπτυσμένο μουσικό

αισθητήριο.

Το πρώτο μέρος χαρακτηρίζεται από εξαιρετική ενορχηστρωτική διαφάνεια, εμφανή ήδη από τον

εναρκτήριο διάλογου της τρομπέτας με το φαγκότο. Οι θεματικές ιδέες, παλλόμενες ανάμεσα στον

ρυθμό ενός εμβατηρίου και ένα αέρινο βαλς (φλάουτο), παρουσιάζονται κατά κανόνα από μεμονωμένα

όργανα υπό λιτή συνοδεία, με τρόπο γενικά γκροτέσκο. Το ακόλουθο σκέρτσο, πρόδηλα χιουμοριστικό,

αξιοποιεί ουκ ολίγες στιγμές το πιάνο σε πρωταγωνιστικό ρόλο, επιλογή που ενδεχομένως σχετίζεται

έμμεσα με το ότι ο Σοστακόβιτς έπαιζε ως νέος πιάνο συνοδεύοντας ταινίες του βωβού

κινηματογράφου. Ωστόσο, το ενδιάμεσο τρίο, απόκοσμο και μυστηριώδες, επιτυγχάνει να αλλάξει

ριζικά -αν και πρόσκαιρα- το ηχητικό τοπίο. (Στην πρεμιέρα της Συμφωνίας το μέρος αυτό επανελήφθη

κατόπιν απαίτησης του κοινού.) Ένα μακροσκελές σόλο του όμποε ανοίγει το αργό, τρίτο μέρος, που

αναδεικνύεται σε νοηματικό πυρήνα όλης της Συμφωνίας. Μέρος που εκπλήσσει με την ώριμη

στοχαστικότητα, την καθηλωτική μελωδικότητα και την δραματική εσωστρέφειά του, φαίνεται να

οδηγείται σε ειρηνική κατάληξη, όταν το ταμπούρο διακόπτει αναπάντεχα την ηρεμία. Έτσι εισάγεται

το φινάλε του έργου, το πιο περίπλοκο μέρος της Συμφωνίας, υπό την έννοια ότι συνδυάζει θεματικές

ιδέες των προηγουμένων μερών με καινούριες αλλά και

δεδομένων των αλλεπάλληλων αλλαγών σε διαθέσεις,

δυναμικές και ταχύτητες. Λίγο πριν το τέλος, και καθώς όλα

δείχνουν πως η μουσική έχει οδηγηθεί στην αμετάκλητη


κορύφωσή της, ένα σφοδρό σόλο του τύμπανου τη διακόπτει προσφέροντας από εκεί και μετά μία

τελευταία στιγμή λυρισμού (πρωτοστατούντος του σόλο βιολοντσέλου), εωσότου οι φανφάρες των

χάλκινων πνευστών σημάνουν το οριστικό πια τέλος.


ΓΙΟΧΑΝΕΣ ΜΠΡΑΜΣ (1833 – 1897)

Κοντσέρτο για πιάνο και ορχήστρα αρ. 2 σε σι ύφεση μείζονα, έργο 83

1. Allegro non troppo

2. Allegro appassionato

3. Andante

4. Allegretto grazioso

Τα πρώτα σχεδιάσματα για το δεύτερο κοντσέρτο για πιάνο έγιναν την άνοιξη του 1878, κατά την

διάρκεια ταξιδιού του Μπραμς στην Ιταλία. Χρειάστηκαν περίπου τρία χρόνια για να ολοκληρωθεί το

έργο, αφού η σύνθεσή του γινόταν με διαλείμματα τόσο λόγω συναυλιακών υποχρεώσεων του συνθέτη

όσο και της παράλληλης σύνθεσης άλλων έργων. Ο αποδέκτης της αφιέρωσης ήταν ο πιανίστας και

συνθέτης Έντουαρντ Μάρκσεν, παλιός δάσκαλος και φίλος του Μπραμς. Η πρεμιέρα του κοντσέρτου

δόθηκε με μεγάλη επιτυχία στις 9 Νοεμβρίου 1881 στην Βουδαπέστη, με τον ίδιο τον συνθέτη στον

ρόλο του σολίστα και υπό την διεύθυνση του Αλεξάντερ Έρκελ.

Ο συνθέτης προφητικά είχε γράψει μετά την πρεμιέρα του πρώτου κοντσέρτου πως «ένα δεύτερο

κοντσέρτο θα είναι πολύ διαφορετικό». Πράγματι, ενώ το πρώτο είναι ένα θυελλώδες έργο ενός νέου

εμφορούμενου με ασίγαστο πάθος, το δεύτερο είναι το έργο ενός ώριμου και κατασταλαγμένου

δημιουργού με απόλυτη συναίσθηση των αισθητικών του στοχεύσεων. Χαρακτηρίζεται από εκπληκτική

μορφολογική διαύγεια, μία αίσθηση ήρεμης υφολογικής σιγουριάς και από έναν έντονα συμφωνικό

χαρακτήρα. Ο σολίστ, παρά τις εγγενείς τεράστιες δεξιοτεχνικές απαιτήσεις της πιανιστικής γραφής,

συνδιαλέγεται ως πρώτος μεταξύ ίσων με την ορχήστρα, που δεν περιορίζεται σε μία απλή συνοδεία,

αλλά συνδιαμορφώνει το μουσικό τοπίο, στο πλαίσιο μίας συνθετικής λογικής που παραπέμπει συχνά

στην μουσική δωματίου.

Το κόρνο, από τα αγαπημένα όργανα του Μπραμς, ξεκινά να εκθέτει το πρώτο θέμα υπό την συνοδεία

του πιάνου, που απαντά με μία δυναμική καντέντσα προετοιμάζοντας το έδαφος για μία τυπική έκθεση

από την ορχήστρα. Μετά την αναμενόμενη ενότητα της ευφάνταστης επεξεργασίας του θεματικού

υλικού, η γαλήνια μετάβαση προς την επανέκθεση, υπό την ψιθυριστή κίνηση του πιάνου, αποτελεί ένα

από τα πιο «μαγικά» σημεία όλου του μέρους. Το ακόλουθο σκέρτσο, σε τριμερή μορφή, είναι και το

μόνο μέρος που δεν είναι γραμμένο στην σι ύφεση μείζονα, αλλά στην ρε ελάσσονα. Με το βασικό

θέμα, που εισάγεται από το πιάνο, διαμορφώνεται μία τραγική ατμόσφαιρα, αν και αυτή σύντομα -αλλά

παροδικά- καταλαγιάζει. Στο ενδιάμεσο τμήμα πιάνο και ορχήστρα αναλαμβάνουν αντιθετικού

χαρακτήρα ρόλους. Ένα εκτενές σόλο του βιολοντσέλου αποτελεί και το σήμα κατατεθέν του αργού

τρίτου μέρους. Το ίδιο θέμα ο Μπραμς αργότερα το μετουσίωσε σε ένα εξαίσιο τραγούδι, το Immer

leiser wird mein Schlummer, που αναφέρεται σε ένα κορίτσι που πεθαίνει. Το φινάλε είναι ανάλαφρο,

γεμάτο χάρη και χορευτική διάθεση, θυμίζοντας κατά κάποιον τρόπο αντίστοιχα τελευταία μέρη

κοντσέρτων του Μότσαρτ. Σε πολλά σημεία ο Μπραμς

επιστρατεύει μία παιγνιώδη ρυθμική αμφισημία, που καθιστά

ακόμη πιο ενδιαφέρουσα την εξέλιξη της μουσικής. Η


εκτενής coda, σε πιο γρήγορο τέμπο, δίνει στο κοντσέρτο ένα αισιόδοξο και λαμπερό τέλος.

Comments


bottom of page